- νοικάτορας
- οενοικιαστής, νοικάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. -άτορας (πρβ. μαγαζ-άτορας, συμβουλ-άτορας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενοικάτορας — και νοικάτορας, ο (Μ ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας) 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. ενοικήτωρ «κάτοικος» < εν + οικήτωρ] … Dictionary of Greek
-άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… … Dictionary of Greek
εννοικάτορας — ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας, ο (Μ) [ενοικήτωρ > ενοικάτωρ] 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής … Dictionary of Greek
ενοικιαστής — ο θηλ. άστρια που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με ενοίκιο, μισθωτής, νοικάρης, νοικάτορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικάρης — ο θηλ. ρισσα και νοικάτορας θηλ. τόρισσα ο νοικιαστής συνήθ. κατοικίας, αλλ. μισθωτής: Τα ταίριασε με το νοικάρη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)